- πόστο
- το, Ν1. επίκαιρη θέση για έλεγχο, για παρακολούθηση, για κυνήγι, για εμπορικές δραστηριότητες2. σημαντική θέση σε δημόσια ή άλλη υπηρεσία3. φρ. «αφήνω κάποιον στο πόστο μου» — αφήνω κάποιον να με αναπληρώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posto (βλ. και λ. πόστα)].
Dictionary of Greek. 2013.